απέραστος

απέραστος
-η, -ο (AM ἀπέραστος, -ον) [περώ]
αξεπέραστος, ανυπέρβλητος
μσν.- νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή»)
2. (για υφάσματα) εκείνος που δεν έχει ξεπλυθεί
3. (για αγρούς) εκείνος που δεν οργώθηκε για δεύτερη φορά
4. (για αρρώστιες, συμφορές κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχει δοκιμάσει κάποιος
5. όποιος δεν έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί σε βιβλίο
6. αυτός που δεν έχει περάσει, που διαρκεί ακόμη
7. (με άσεμνη σημασία) αυτή που δεν έχει διακορευθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απέραστος — η, ο και απέρ(ν)αγος, η, ο επίρρ. α 1. αδιάβατος: Ύστερα από τη βροχή το ποτάμι ήταν απέραστο. 2. αυτός που δεν πέρασε: Η κλωστή ήταν απέραστη στη βελόνα. 3. απροσπέραστος, ανυπέρβλητος: Φαίνεται πως το εμπόδιο αυτό είναι απέραστο. 4. αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπέραστον — ἀπέραστος unsurpassed masc/fem acc sg ἀπέραστος unsurpassed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιέξοδος — η, ο (Α ἀδιέξοδος, ον) [διέξοδος] (για τόπους) 1. αυτός που δεν έχει διέξοδο ή που δεν μπορεί κανείς να διεξέλθει 2. αυτός μέσα από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περάσει, αδιάβατος, απέραστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιέξοδο α) αδιέξοδος… …   Dictionary of Greek

  • αδιαπόρθμευτος — η, ο [διαπορθμεύω] αυτός που δεν διαβιβάστηκε, δεν πέρασε από τη μία όχθη στην άλλη ή δεν μπορεί να περάσει, αδιαβίβαστος, απέραστος …   Dictionary of Greek

  • ακαλαφάτιστος — η, ο [καλαφατίζω] 1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι «καΐκι ακαλαφάτιστο» 2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα 3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԵԶՐ — (զերք.) NBH 1 0138 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 12c ա. ἅπειρος infinitus, ἁπέραστος qui transiri nequit Ոյր չիք եզր, ոլորտ, հուն. անհուն. անոլորտ. անսահման. անչափ. անվախճան. անբաւ. անթիւ. ծար ճոթ չունեցօղ. ... *Երեւեալքս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • απέρναγος — η, ο βλ. απέραστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”