- απέραστος
- -η, -ο (AM ἀπέραστος, -ον) [περώ]αξεπέραστος, ανυπέρβλητοςμσν.- νεοελλ.εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατοςνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή»)2. (για υφάσματα) εκείνος που δεν έχει ξεπλυθεί3. (για αγρούς) εκείνος που δεν οργώθηκε για δεύτερη φορά4. (για αρρώστιες, συμφορές κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχει δοκιμάσει κάποιος5. όποιος δεν έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί σε βιβλίο6. αυτός που δεν έχει περάσει, που διαρκεί ακόμη7. (με άσεμνη σημασία) αυτή που δεν έχει διακορευθεί.
Dictionary of Greek. 2013.